- χαριεντίζεται
- χαριεντίζομαιto be wittypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γελαστής — ο (θηλ. γελάστρα, η) (AM γελαστής, ο, γελάστρια, η) [γελώ] αυτός που περιγελάει, που σαρκάζει κάποιον μσν. νεοελλ. εκείνος που χαριεντίζεται, που αστειεύεται νεοελλ. αυτός που ξεγελάει κάποιον, ο απατεώνας … Dictionary of Greek
χαριεντολόγος — ο, Ν αυτός που χαριεντίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρίεις, εντος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek